- πλινθώ
- -όω, ΝΑ [πλίνθος]1. κατασκευάζω κάτι σε σχήμα πλίνθου2. χτίζω ή κατασκευάζω κάτι με πλίνθους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλίνθῳ — πλίνθον brick neut dat sg πλίνθος brick fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλίνθωι — πλίνθῳ , πλίνθον brick neut dat sg πλίνθῳ , πλίνθος brick fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλίνθωμα — το, Ν (μεταλργ.) ποσότητα μετάλλου ή κράματος η οποία λαμβάνεται κατά τη χύτευση σε καλούπια και έχει τη μορφή πλίνθου, μεταλλική μάζα που είναι έτοιμη για περαιτέρω μεταλλουργική κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλινθῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847… … Dictionary of Greek